- ἀγήραντος
- ἀγήραντοςmasc/fem nom sgἀγήραοςagelessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγήραντος — ἀγήραντος, ον (Α) ο ἀγήρατος* … Dictionary of Greek
ἀγήραντον — ἀγήραντος masc/fem acc sg ἀγήραντος neut nom/voc/acc sg ἀγήραος ageless masc/fem acc sg ἀγήραος ageless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηράντου — ἀγήραντος masc/fem/neut gen sg ἀγήραος ageless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηράντους — ἀγήραντος masc/fem acc pl ἀγήραος ageless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek